- Πρωτέων
- Πρωτεύςeyesalvemasc gen plΠρωτέω̆ν , Πρωτεύςeyesalvemasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωτέων — πρότερος before masc/fem gen pl (epic ionic) πρῶτος before masc/fem gen pl (epic ionic) πρωτεύς eyesalve masc gen pl πρωτέω̆ν , πρωτεύς eyesalve masc gen pl πρωτός destined masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… … Dictionary of Greek